πακτωνίτης

πακτωνίτης
πακτ-ωνίτης [ῑ], ου, ,
A shipwright, ib.814 (i A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πακτωνίτης — (I) πακτωνίτης, ὁ (Α) κατασκευαστής πάκτωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάκτων «λέμβος» + επίθημα ίτης (πρβλ. στυλ ίτης)]. (II) πακτωνίτης, ὁ (Α) εκκλησιαστικός αξιωματούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pactum «συνθήκη, ομολογία, συμφωνία»] …   Dictionary of Greek

  • πακτωνοποιός — πακτωνοποιός, ὁ (Α) πακτωνίτης·. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάκτων, ωνος «λέμβος» + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • πακτωτής — πακτωτής, ὁ (Α) πακτωνίτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pactum «συνθήκη, ομολογία, συμφωνία»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”